πρόφαντον

πρόφαντον
πρόφαντος
appearing at a distance
masc/fem acc sg
πρόφαντος
appearing at a distance
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόφαντος — η, ο / πρόφαντος, ον, ΝΑ [προφαίνω] νεοελλ. πολύ φωτεινός, φαεινός («φαντάζει, μέσ στην πρόφαντη αντηλιά», Γρυπ.) αρχ. 1. αυτός που φαίνεται από μακριά, ο γνωστός σε όλους («πρόφαντον σοφίᾳ καθ Ἕλλανας», Πίνδ.) 2. αυτός που προδηλώνεται με χρησμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”